μορφή

μορφή
μορφή ΟΚΚ
Grammatical information: f.
Meaning: `outward (corporal) shape, form, beautiful shape, charm' (θ 170 a. λ 367; on the meaning cf. Treu Von Homer zur Lyrik 175f.).
Compounds: Very often as 2. member, e.g. πολύ-μορ-φος `with many forms' (Hp., Arist.) with πολυμορφ-ία (Longin., Him.).
Derivatives: Three denominatives : 1. μορφόομαι, -όω, also with μετα-, δια- a.o., `assume a shape, form' (Thphr., Arat., LXX, NT, Plu.) with (μετα-, δια-)μόρφωσις `shaping, embodiment' (Thphr., Str., Ep. Rom.); μορφ-ώτρια f. `she who forms, represents' (E. Tr.437), -ωτικός `forming' (Gal., Prokl.); also μόρφωμα `form' (Epicur., Aq.), but in trag. (A., E.) as enlargement of μορφή, cf. Chantraine Form. 186 f. -- 2. μορφάζω `make gestures, behave oneself' (X.) with -ασμός name of a dance (Ath., Poll.), `embellish' (Eust.); ἐπι-μορφάζω `pretend, simulate' (Ph.). -- 3. μορφύνει καλλωπίζει, κοσμεῖ H. (after καλλύνω a.o.); from ἄ-μορφος: ἀμορφύνειν οὑ δεόντως πράττειν H. (Antim. 72). -- Two names: Μορφώ f. surn. of Aphrodite in Sparta (Paus., Lyc.), Μορφεύς m. son of (the) Sleep (Or. Met. 11, 635), father of the dream-images created by him; Bosshardt 122 f. To be rejected Güntert Kalypso 193 f.: Μορφώ and Μορφεύς to μόρφνος. -- Adj. μορφήεις `with beautiful shape' (Pi.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: ἀμερφές αἰσχρόν H. points to a noun *μέρφος n., beside which μορφή as γένος : γονή, τέγος : Lat. toga a.o.; the for the verbal nouns *μέρφος and μορφή to be posited primary verb *μέρφω v.t. is unknown. Also further connections are quite hypothetical. After Solmsen KZ 34, 23 f. (s. also Persson Beitr. 2, 687 a. 689) as *'glittering motley outward aspect' with μορφνος (s.v.) to Lith. márgas `motley, manycoloured, beautiful', beside which the zero grade mirgė́ti `light up and again extinguish, shine in motley play of colours'; one should start from an IE verb *mergʷʰ- `bunt glänzen o.ä.'. Diff. on the Lith. words WP. 2, 274 and Fraenkel Wb. s. márgas. -- Not better Osthoff BB 24, 137A. (to μάρπτω), Thieme ZDMG 102, 107 (to Skt. bráhman-). -- On the attempts to connect Lat. fōrma with μορφή s. W.-Hofmann and Ernout-Meillet s.v. (DELG points to the difficulty of the ).
Page in Frisk: 2,257-258

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μορφή — form fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • μορφή — η 1. η εξωτερική όψη, το σχήμα: Είχε κυλινδρική μορφή. 2. η όψη του ανθρώπου, το σουλούπι, το πρόσωπο: Η μορφή του με εντυπωσίασε. 3. μτφ., τύπος, είδος κοινωνικού ή πολιτικού θεσμού, φάση εξέλιξης κάποιου οργανισμού ή γεγονότος: Η μορφή του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφῇ — μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μορφάω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφῆ — Μορφεύς forms fem nom/voc/acc dual Μορφεύς forms fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορφῇ — Μορφῆι , Μορφεύς forms fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελλειπτοκυτταρική αναιμία η ελαφρά μορφή ιδιοσυστασιακής κληρονομικής αιμολυτικής αναιμίας. — ο όργανο με το οποίο χαράζονται ελλείψεις, ο ελλειπτικός διαβήτης …   Dictionary of Greek

  • μορφῆι — μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind mp 2nd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres ind act 3rd sg (doric) μορφῇ , μορφάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μορφῇ , μορφάω pres ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… …   Dictionary of Greek

  • θεοκρατία — Μορφή διακυβέρνησης στην οποία η πολιτική εξουσία είναι υποταγμένη στη θρησκευτική εξουσία ή στην εξουσία ενός προσώπου, κάστας ή οργάνωσης που ισχυρίζεται ότι την κατέχει απευθείας από τον Θεό. Μια πρώτη μορφή θ., η πιο συχνή κατά την αρχαιότητα …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”